- μετάλλαγμα
- το·1. βιολ. το γονίδιο ή ο οργανισμός που εμφανίζει μια μετάλλαξη2. το μουτόνιο, δηλαδή η μονάδα μεταλλαγής, το μικρότερο στοιχείο το οποίο μπορεί να δημιουργήσει έναν μεταλλαγμένο τύπο οργανισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.